- μανέντος
- μαίνομαιrageaor part pass masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μανιχαίος — ο (AM Μανιχαῑος) 1. άλλη ονομασία τού Μάνεντος, τού ιδρυτή τού Μανιχαϊσμού 2. οπαδός τής αιρετικής διδασκαλίας τού Μάνεντος … Dictionary of Greek